Βικιπαίδεια:Λεχτικόν

Βασικό λεξικό της ποντιακής γλώσσας

άλλαξον

Θα πρέπει να συμπληρωθεί και να βελτιωθεί σταδιακά και από άλλους χρήστες. Οι λέξεις που είναι όμοιες στη μορφή και το νόημα με τις λέξεις της νεοελληνικής μπορεί και να παραλείπονται. – Κώτσον 20:02, 7 Σταυρί 2009 (UTC)


( σ, ζ, χ, ψ, ξ, τσ, τζ = παχιά συριστικά σύμφωνα, α, ο = ενδιάμεσα ή συνηρημένα φωνήεντα).

Δες και Βικιπαίδεια:Γραμματικήν


Α

αβάπτιστεσσα, (η) αυτή που δεν έχει βαπτιστεί

αβαράσσα, άεργη, τεμπέλα, χασομέρα.

αβάσιμεσα, άβαφεσα, άβγαλτεσα, άβολεσα, αγαθέσα.

αβλούκα, τα (εν. το αβλούκιν ή τ'αβλούκ'): λάπατα, άγρια λαχανικά με πλατύ μακρύ φύλλο.

αγαπέσιμος, -ος, -ον, επίθ.: αγαπητός (θυλ. και αγαπητικιέσα, αγαπετικιέσα).

αγγείον, το: άσκαυλος, τουλούμ', μουσικό όργανο σαν την γκάιντα.

αγγεύω, ρ. (αόρ. έγγευα): αναφέρω.

άγγιχτεσα, η: άγγιχτη.

αγγούριν ή αγγούρ', το : αγγούρι.

αγέλαστον, ο: παιδικό παιχνίδι, το οποίο παιζόταν με δύο παίχτες, ο ένας έμενε ακίνητος και ο άλλος προσπαθούσε να κάνει τον άλλο να γελάσει.

αγέννητεσα, η: η αγέννητη.

αγιάτρευτεσα

αγιθοδώρισσα ή αϊθοδώρισσα, η: νεαρή κοπέλα, συνήθως αρραβωνιασμένη, που έκανε σκληρή νηστεία εν όψει του γάμου της (πβ. αεθοδώρισμαν, θοδώρισμαν, αεδοθωρίζ’).

αγληγορώ, ρ. (αγλήγορα): βιάζομαι.

αγναεύω, ρ. (εγνάψα): καταλαβαίνω (< τουρκ. ağnamak).

αγνέστικα, επίρ.: θεονήστικα.

αγνεφίζω, ρ.: ξυπνώ.

αγνός, -ἐσα, -ὀν, επίθ.: περίεργος, σπουδαίος· αγνά άρα: εκλεκτά φαγώσιμα· ντ’ άγνα: πώς.

αγούδα, η: θαμνώδες φυτό με φύλλα σαν της ελιάς και κίτρινα άνθη· το υγρό από τα φύλλα το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τη φαγούρα.

άγουρος ή άγουρον, ο (οι αγούρ', τη αγουρίων, τοι αγούρτς, τα αγούραι): άνδρας· ο άγουρομ' = ο άντρας μου· το αγουρόπον, τα αγουρόπα = παιδάκι.

αγουροσύνε ή αγουρότε, η: γενναιότητα, ανδρεία, σεξουαλική ικανότητα.

Άγουστον ή Αλωνάρτς, ο : Αύγουστος (πβ. Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ'νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες, Χριστιανάρτς).

αγράνθρωπος, ο: …

αγρασεύω, ρ.: προσπαθώ (< τουρκ. uğraşmak).

αγράσκεμος, -ος, -ον: κακάσχημος.

αγρέλαφον, το : το άγριο ελάφι.

αγρηγορότε, η: ταχύτητα, γρηγοράδα.

αγριοκοκκύμελον, το: το άγριο δαμάσκηνο.

ο άγριον, η αγριέσα (ή και ο άγρες, άγρεν): ο άγριος.

αγριόγατεσα

αγριοχάπαρον, το: η κακή είδηση (< ελλ. άγριος + τουρκ. haber)· ο αγροχάπαρος.

αγροικώ ή εγροικώ, ρ. (εγροικούν, εγροίκανα, εγροίξα, εγροίξαν): καταλαβαίνω.

αγροκάστανον ή αγροκάστανον, το: η άγρια καστανιά και ο καρπός της.

αγροκέρασον, αγροκοκκύμελον, αγροκόσαρον, αγροκύδωνον

αγρομούχτερον, το: το αγριογούρουνο.

αγρόμηλον, αγροσεύτελον, αγροστάφυλον, αγρόσυκον

αγροτερώ: αγριοκοιτάζω· αγροτέρεμαν: αγριοκοίταγμα· αγροτερίδ’: το σκιάχτρο.

αγρούμαι: αγριεύομαι, φοβάμαι.

αγρούστιν ή αγρώστιν, το: δέντρο του οποίου οι επιφανειακές ρίζες βρασμένες ήταν φάρμακο διουρητικό και λιθοτριπτικό.

άγρυπνος, -εσα

αγυναίκιστος, ο: ανύπαντρος.

αδακά, αδά, επίρ.: εδώ· αδακές: προς τα δω· αδά μερέαν: προς αυτήν τη μεριά· αδαπές: εδώ μέσα· απόθεν: από πού· απαδά, απαδάκα, απαδακές: από εδώ· απαδαπές: αποδώ μέσα.

αδελφόν, ο: ο αδελφός· αδελφέσα: αδερφή· αδελφοκόρτσα: ξαδέλφες.

αδιάντροπεσα, αδιάφορεσα

αζούχ, το: η τροφή για ταξίδι, για εργασία (< τουρκ. azık).

Αεργίτες, ο: Νοέμβριος.

αετέντς, αετόν ή αϊτόν, ο: αετός.

αέτς, επίρ.: έτσι· αέτς πα: και έτσι.

αθέωτα, επιρ.: αλύπητα, άσπλαχνα.

αθόγαλαν, το: το καϊμάκι.

άθρεφτεσα, η: άθρεφτη.

αθώεσα

αΐκος, αΐκον (θυλ. και αΐκσα, αΐκα), αντ.: τέτοιος.

αιχμάλωτεσα, ακάθαρτεσα, άκακιεσα, ακάλεστεσα, ακάλυπτεσα, ακαμάτεσα, ακαπνεσα, άκαρδεσα, ακατάδεχτεσα

ακεί, επίρ.: εκεί (επίσης ατουκά, ατουπές, ακειαπές, πλαν κεικά, ακέκα).

ακίνδυνεσα, άκλαυτεσα

άκλερεσα, η: καημένη.

άκληρεσα, η: άκληρη.

ακλοθώ, ρ.: ακολουθώ.

Ακ Νταγ Μαντέν, το: Μεταλλείο Λευκού Όρους, περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο του Πόντου και η πρωτεύουσα της περιοχής < (τουρ) Ak Dağ Madeni.

ακόλαστεσα, άκοπεσα, ακριβέσα

άκ'σον, ακ'σέτεν, ρ.: άκουσε, ακούστε (ακούω, έκ'σα, έκ'σαν, έκ'σεν α = το άκουσε).

άλειμμαν, το: το ζωικό λίπος (< αλείφω)· αλειμματοκέριν.

αλευρομάλεζον, το: η αλευρόσουπα.

αληθινέσα

άλλ΄, οι: οι άλλοι· τους άλλτς: τους άλλους.

αλλάζω, ρ. (ελλάγα): αλλάζω· αλλάη, η: η γιορτινή φορεσιά (< αλλαγή).

αλάι, το: η παρέα, η παρέα του γαμπρού στο γάμο, μοίρα στρατού.

αλάπαλουκ, το: η πέστροφα (< τουρκ. alabalık).

αλλέως, επιρ.: αλλιώς, διαφορετικά.

αλλομίαν, επιρ.: ξανά.

αλμεγάδιν, το: το ζώο που αρμέγεται· αλμεγάδιν χτήνον ή χτήνον: η αγελάδα.

αλμεχτέρ’ το: ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων.

αλυκέσα

αμάν ή χαμάν, επίρ.: αμέσως (< τουρκ. hemen).

αμελέ ταπουρού, τα: τα γερμανικής έμπνευσης τάγματα εργασίας που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου (< τουρκ. amele taburu).

αμάραντον ή μάραντον, το : το βλήτο.

άμον: σαν, όπως, καθώς.

αμπάρ’, το: το αμπάρι, το κελάρι, η αποθήκη (< τουρκ. ambar).

αμπάς, ο: το πανωφόρι, κάπα (< τουρκ. aba).

αμπελώνω, ρ.: φυτεύω αμπέλι, κάνω παιδιά.

άμποτε, επιφ.: μακάρι.

αναγνώριμος, -ος, -ον: άγνωστος.

αναθυμεθή, η: η ανάμνηση ή αναφορά απόντος προσώπου.

ανακατούμαι, ρ.: ανακατώνομαι.

άναλεσα

αναλλαγάδιν, το: πολυτελής ενδυμασία.

αναμένω, ρ. (αναμνόν): περιμένω.

ανάντριστος, η: ανύπαντρη γυναίκα.

ανάσκαμμαν, το: η βρισιά σε νεκρό.

ανασπάλω, ρ. (ανασπάλτς, ανασπάλ', ενέσπαλα): ξεχνώ.

άναυα, πρόθ.: χωρίς, άνευ.

αναχάπαρα, επιρ.: ξαφνικά.

ανεμικά, τα (το ανεμικόν): οι ρευματισμοί.

ανεμοκαλίτζα ή ανεμοκαλή, η: ο σίφουνας, ο ανεμοστρόβιλος.

ανέντροπος, ο: ξεδιάντροπος.

ανέξερ'τα, επίρ.: εν αγνοία.

ανεφέλ’, το: ο καταρράκτης στο μάτι.

ανθρωπέα, η: η ανθρωπίλα, η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος.

ανιφτοκάτα, η (ο άνιφτος, η άνιφτεσα): ο άπλυτος, συνήθως αυτός που δεν πλένεται το πρωί.

ανοιγάρ’, το (τα ανοιγάρα): το κλειδί, (< ανοίγω, ένοιξα, ένοιξαν).

αντζίν, το (τα αντζία): το πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, η γάμπα.

αντίκαλον, το: η ανταπόδοση.

αντιφέρκουμαι, ρ.: εναντιώνομαι.

αντίχαρα ή αντίγαμος: συμπόσιο στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης μία βδομάδα περίπου μετά το γάμο (πβ. τ’εφτά, τα λαλέματα, τα συμπέθερα).

αντράδελφος, ο (αντράλφος, ανατραδέλφα): κουνιάδος.

αντράχνα, η: αγριοκουμαριά, θάμνος· τα φύλλα του χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά της αιμόπτυσης και της αιματουρίας.

αντρίζω (έντρισα, αντρίζνε, άντρισον)

ανυπόμονεσα

ανωχαλία, η: αδυναμία.

αξιναρίτζα, η: ο τσαλαπετεινός.

αούτος ή αούτ', αούτε, αούτον, αντ. (και ατός, ατέ, ατό, ατοίν, ατά· αβούτος, αβούτε, αβούτεν, αβούτο, αβούτον, αβούτα, αβουτοίντς): αυτός, αυτή, αυτό.

απαλιμιδέα, η: το ξαρμύρισμα.

απάν΄, επίρ: επάνω (απάν’ ιμ: πάνω μου, απάν’ εσουν: πάνω σου, αποπάν’: από πάνω).

απανάρυμαν, το: αραίωμα των φυτών ή φιντανιών στο χωράφι.

απαντή, η: η συνάντηση στο δρόμο, η υποδοχή.

απανωδράνιν, το: ράφι πάνω από το τζάκι.

απαρδάλ΄, το: φόρεμα παρδαλό, φτηνό, οτιδήποτε είναι άξιο να καταστραφεί.

απαροθυμία ή απαραθυμία, η: η απουσία νοσταλγίας για κάτι.

απέσ΄, επίρ.: μέσα.

απιδαβασέας, τα: περάσματα βουνών (< απιδαβαίνω, η απιδαβασέα, επεδέβα).

απίδιν ή απίδ' , το: το αχλάδι· απιδοζώμ’ ή απιδοζώμιν, απιδοτζίρ’: ξεραμένο στον ήλιο ή στο φούρνο αχλάδι.

απιτάγματα, τα : οι προσταγές.

απιταχτέρ’ ή επιταχτέρ’, το: το παιδί για θελέηματα.

αποδελαχτέρ’ ή αποδαλεχτήριν, το: αραιή γυναικεία χτένα.

αποζαγκούμαι, ρ. : ξεσκουριάζω.

αποκρίσκομαι, ρ. : απαντώ.

απόκαμαν, το: καούρες στο στομάχι, δυσπεψία.

αποκαμάρωμαν, το: αφαίρεση του νυφικού πέπλου (καμαρωτέρ’) από το κεφάλι της νύφης.

αποκόλλημαν, το: απογαλακτισμός μωρού.

αποκουμπιστέρ’ το: στήριγμα για ξεκούραση.

απολαδόστομος, ο: βλάκας, μωρός (πβ. αγλάγανος).

απονεγκάσκουμαι, ρ.: ξεκουράζομαι (πβ. αναπάουμαι).

απόνυφος, η: νύφη που σύντομα χήρεψε ή εγκαταλείφθηκε (πβ. απόγαμπρος).

αποπλυμάτ’, το: ξέπλυμα μαγειρικών σκευών.

απόρκισμαν, το: ο εξορκισμός.

αποσκευαρίζω, ρ. (αποσκευάρτσον): ετοιμάζω.

αποσκευάριμαν, το: μάζεμα των μαγειρικών σκευών μετά το γεύμα.

αποτενύ, επιρ: στο εξής, από δω και πέρα (πβ. άλλο).

απόχαρα ή αποχαρά, η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση.

απόχασμα, το: το χασμουρητό.

απράναν, επίρ.: προ ολίγου.

αραεύω, ρ. (εράεψα, αράεψον, εράευα): ψάχνω (< τουρκ. aramak).

αραμπά, η: η άμαξα, το κάρο (< τουρκ. araba).

αραπίτζον, ο: πήλινο μαγειρικό σκεύος μαύρο από τη χρήση.

αρατώρα, επίρ.: τώρα δα (πβ. ατώρα).

αργαστέρ’, το: το εργαστήρι.

αργατία, η: ομάδα εργασίας 5, 10 ή 15 ανθρώπων.

αργεύω, ρ. (έργευα): αργώ.

Αργυρούπολη, η: πόλη του νομού Τραπεζούντας, τούρκικα Gümüşhane (Γκιουμουσχανέ, Κιμισχανέ).

αργώς κι απαργώς, επίρ.: εκτός χρόνου.

αρ καλά, επίρ: καλά λοιπόν.

αρκάλειμμαν, το: το λίπος αρκούδας (< άρκτος + αλείφω).

αρκατάσα, τα: φίλοι καλοί (< τουρκ. arkadaş).

αρκοκαλομάνα, η: η γιαγιά της γιαγιάς (πβ. λυκοκαλομάνα: η μαμά της γιαγιάς, καλομάνα: η γιαγιά, αρκοπάππον, λυκοπάππον).

αρματώνω,ρ. (ερμάτωσαν): στολίζω.

αρνίουμαι, ρ.: αρνούμαι

αρνίτζα, ή: είδος μανιταριού.

αροθυμώ ή αραθυμώ, ρ. (αραθυμούνε, αραθυμίαν, εροθύμεσα, ερεθύμεσα): νοσταλγώ (πβ. αροθυμία).

αρρωστικόν, το: φαγητό προσφερόμενο σε άρρωστο.

αρτούκ, επίρ.: πια, δηλαδή (< τουρκ. artık).

ασηρόχαντος ή ασηράχαντος, ο: ο σκαντζόχοιρος.

ασίχ, το: παιδικό παιχνίδι, το κότσι.

ασκεμεσα

ασλαεύω, ρ.: μπολιάζω (< τουρκ. aşılamak).

ασσού, σύνδ.: αφού.

ασπαλιγμένος, ο: κλεισμένος.

άσπλαχνεσα

ασχανές, ο: η κουζίνα, το μαγειρείο (< τουρκ. aşhane).

ατσάλ΄, το: η μοίρα, ο θάνατος.

ατσάπα, επίρ.: άραγε (< τουρκ. acaba).

ατσιελέν, το: το επείγον (< τουρκ. acele).

αφεντάδες, οι: τα αρσενικά μέλη της οικογένειας για τη νύφη (πβ. ο αφέντης ή αφέντας ή αφέντς, αφεντράδες = κυράδες).

αφερούμ, επίρ.: μπράβο (< τουρκ. aferin).

αφκά, επίρ.: κάτω.

αφκατοκόσκινον, το : κόσκινο για το στάρι.

αφορεσμένος, ο (αφορεζμέντσα): καταραμένος.

αφ’σον, ρ.: άφησε (αφήνω, εφήνα, εφέκα, εφέκαν, αφ’ς).

άφτω, ρ. (έψα): ανάβω (άψιμον).

αχά, επιφ.: να!· αχατοχάς: νάτος· αχατοχάδες.

άχαρος, -ος, -ον: δυστυχής.

αχερών, ο: αχυρώνας (το αχερώνιν, το αχερωνοκάλαθον).

αχούλ, το: μυαλό (< τουρκ. akıl)· αχουλανεύω: βάζω μυαλό· αχουλής, αχουλίσσα, αχουλίν.

αχπάνω, ρ.: βγάζω, ξεριζώνω.

αχπάραγμαν, το: ξαφνικός φόβος από δυνατό θόρυβο· αχπαράζω, αχπάγουμαι, αχπαραγμένος, αχπαράουνταν = τρομάζουν.

αχπάσκουμαι, ρ. (αχπάσκεσαι, αχπάσκεται, αχπάσκουμες, εχπάστα): ξεκινώ.


Β


βαδίζω, ρ.: περπατώ . βαδίζ'νε.

βαθέα, επίρ.: βαθιά / πβ. βαρέα.

βαθυβολίζω, ρ.: σκέφτομαι βαθιά, λογικά.

βαΐτζα, η: ψωμάκι που έδιναν οι νοικοκυρές στα παιδιά που έψαλλαν τα κάλαντα του Λαζάρου.

βαλά, η: καλυμμα κεφαλής της νύφης.

βάλλω, ρ.: βάζω / βάλον.

βαρελόπον, το: βαρέλι μικρό / βαρέλ’ , τα βαρέλα.

βαρκίζω, ρ.: φωνάζω δυνατά / bαρκίζ'νε.

βασιέτ, το: η τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου, διαθήκη < (τουρ) vasiyet.

βασιλέας, ο: βασιλιάς / βασιλοπούλιν, το: το βασιλόπουλο, η αλκυόνα.

βαχούτ', το: ο καιρός, η εποχή < (τουρ) vakit.

βεζίρτς, ο: ο βεζίρης.

βελόνιν, το: η βελόνα / βελόν' , τα βελόνα.

βεντούζας, τα: οι βεντούζες.

βερεσμέντσα, η: η έγκυος /η έμποδος.

βερκιλής, βερκιλίν: παραγωγικός, εύφορος < (τουρ) verkili.

βιλαέτ', το: διοικητική περιφέρεια του Οθωμανικού Κράτους < (τουρ) vilayet.

βιντόφκας, τα: τα σχοινιά.

βλαττία, τα: μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα από την Τραπεζούντα κόκκινου χρώματος / το βλαττίν.

βόζια, τα: τα ηνία του αλόγου.

βολετινός, -ος, -όν: βολικός.

βολίζω, ρ.: βουλιάζω / βουλίζω, βουλίουμαι.

βουδ', το: το βόδι / τα βούδα, η βουρκέντ' = βουκέντρα, το βούτορον, τα βουτούρτα = βούτυρα.

βούκα,η: η μπουκιά / βουκώνω .

βούρα, η: η χούφτα / τα βούρας.

βουτυροχάρατσον, το: φαγητό με βούτυρο και κρεμμύδι.

βραδάσκουμαι, ρ.: βραδιάζομαι.

βραδή, η: το βράδυ, η βραδιά / βράδον = βράδυ, τα βράδα τα βράδια.

βρεχή, η: η βροχή / τα βρεχία, βρεχ' = βρέχει.

βρακίν, το: το βρακί / τα βρακία = σώβρακα.

βρασόλ', το: βραχιόλι / τα βρασόλα.

βρούλα, η: η φλόγα.


Γ


γαβάλ', το: η φλογέρα, ο αυλός < (τουρ) kaval / τα γαβάλα.

γαβάνας, τα: ξύλινα κυκλικά η ελλειπτικά δοχεία για τη διατήρηση του βούτυρου / η γαβάνα.

γάβζ, το: η δυσκοιλιότητα < (τουρ) kabız.

γαβούν', το: το πεπόνι, τα γαβούνα < (τουρ) kavun / καβούν'.

γαβράνα, η: η κυψέλη /το γουβάν' < (τουρ) kovan.

γαζανέβω, ρ.: κερδίζω < (τουρ) kazanmak / γαζανέβ'νε.

γαϊδούρ', το: το γαϊδούρι / τα γαϊδούρα, το γαϊδούριν.

γάλα - γάλα, επίρ.: σιγά - σιγά

γαλατομάλεζον, το: κρεμώδες φαγητό με γάλα, αλεύρι και βούτυρο.

γαλατοσύρβ',το: σούπα με γάλα και κορκότα / γαλοσίρβ'.

γαλατοφάι, το: κρεμώδες φαγητό με γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.

γαλατοχάβιτσον, το: κρεμώδες φαγητό με ανθόγαλα, αλεύρι και γιαούρτι.

γαλενός, ο: ήρεμος, γαλήνιος /γαλενά.

γαλιτσόσ', το: φαγητό με τσορτάνια, βούτυρο και κρεμμύδι.

γαμοκέρα, τα: κεριά που στέλνονταν σε συγγενείς κατά το γάμο / ο γάμον, τα γάμ'τα.

γαμόστολος, ο: η γαμήλια πομπή.

γαμπροκάλεσμαν, το: η πρόσκληση για γλέντι στο γαμπρό και τους συγγενείς του από τους συγγενείς της νύφης.

γαμπροκούρ΄, το: χοντρό κούτσουρο που έπρεπε να σχίσει ο γαμπρός πριν από το γάμο / γαμπροκούριν.

γαμπρολάλα, τα: η επίσκεψη του υποψήφιου γαμπρού στο σπίτι της νύφης μετά από πρόσκληση.

γαμπροφούστορον, το: αβγά τηγανητά με βούτυρο που έπρεπε να πληρώσει για να φάει ο γαμπρός με τον κουμπάρο πριν μπουν στο σπίτι της νύφης.

γαντάρ', το: το καντάρι, η ζυγαριά / το καντάρ', τα γαντάρα,

γαπατεύω ή καπατεύω, ρ: κλείνω < (τουρ) kapatmak.

γαραλαΐσματα, τα: δυνατές γοερές κραυγές πόνου και τρόμου / το γραραλάισμαν, γαραλαΐζω.

γάραμσον, το: ο μαϊντανός / γάραμψον.

γαράσαπαν, το: είδος ξύλινου αρότρου με σιδερένιο υνί < (τουρ) karasaban.

γαργάν, το: χορός του Ακ Νταγ Μαντέν.

γαρή, η : η γυναίκα, η σύζυγος < (τουρ) karı / γαρήδες, γαρηδίων, καρή, γαρή μ' = γυναίκα μου γαρή σ' = γυναίκα σου, γαρή ατ'.

γαρσουλαεύω, ρ.: συγκρίνω < (τουρ) karşılaştırmak.

γελέκ', το: το γιλέκ’ < (τουρ) yelek / γιλάκ' , γελάκ'.

γέλος, το: γέλιο /γέλτον = γέλιο, τα γέλ’τα, εγέλανα.

γεμενία, τα: χαμηλά χωρίς τακούνι αντρικά παπούτσια από δέρμα κατσίκας.

γεμίσα, τα: φρούτα, καρποί.

γεννίουμαι, ρ.: γεννιέμαι / εγεννέθα, εγεννέθαν.

γερά, η: η πληγή < (τουρ) yara / τα γεράδες, οι γεραλαεμέν'.

γερανόφορος, η: ντυμένη με σκούρα ρούχα μεσόκοπη γυναίκα / γερανέεν = γαλάζιο.

γεργανόπον, το: το παπλωματάκι < (τουρ) yorgan / το γιοργάν, τα γιοργάνα.

γερντάνα, τα: το περιδέραιο < (τουρ) gerdan = λαιμός /το γερντάνιν / το γκερντανλούκ.

γιαγλία, τα: πίτες σε σχήμα βάρκας γεμισμένες με διάφορα υλικά, τυρί, κιμά, αυγά και ψημένες στο φούρνο < (τουρ) yağ = λίπος / το γιαγλίν.

γιαγμουρλία, τα: τα αδιάβροχα < (τουρ) yağmur = βροχή / το γιαγμουρλoύκ.

γιαϊλά, η: ορεινός εξοχικός τόπος, το παρχάρ' < (τουρ) yayla.

γιαμ, σύν.: μήπως / γιόκσα, γιοκ = όχι, για ... για + ή ... ή < (τουρ) ya ... ya.

γιαραεύω, ρ.: χρησιμεύω < (τουρ) yarama,yaramaz.

γιαρούσ' , το: ο συναγωνισμ'ος, η άμιλλα < (τουρ) yarış.

γιασμάς, ο: χρωματιστό μαντίλι που τύλιγαν γύρω από το φέσι < (τουρ) yaşmak / ή γιαζμά.

γιατάκ’, το: το κρεβάτι, το στρώμα < (τουρ) yatak.

για το ποίον: γιατί, για ποιο λόγο / για τ’ ατό, για τ’εμέν, για τ’εσ’εν, για τ’ατείντζ.

γιαχνίν, το: φαγητό με κρέας, πατάτες, κρεμμύδια, σάλτσα.

γιαχού, το: έμπλαστρο < (τουρ) yakı.

γιοντζά, η: το τριφύλλι < (τουρ) yonca.

γιοσμάς, ο: κομψός νέος / το γιοσμαλίκιν, γιοσμαλούκ', η γιοσμάσα.

γιουμουρταλία, τα: πίτες με αυγά < yumurta = αυγό.

γιούρτιν, το: βοσκότοπος σε κατηφορική πλαγιά βουνού.

γιουφκάδες, τα: λεπτά φύλλα από ζύμη ψημένα στο σάτσι < yufka.

γκιομλέκι, το: το πουκάμισο < (τουρ) gömlek.

γλιάζω, ρ.: γλιστρώ / γλιάζ'νε, εγλίαξα = γλίστρισα, εγλίαξαν.

γλυκοκαλάτζεμαν, το: η γλυκιά ομιλία.

γλύνω, ρ.: λειώνω

γναφίν, το: η γνάθος, το σαγόνι / τα γναφία = το πρόσωπο.

γνεφίζω, ρ.: ξυπνώ / γνεφίζ'νε, εγνέφ'σα, εγνέφ'σαν.

γνωρίζω, ρ.: εγνώρτσα, εγνώρτσαν.

γοϊμσής. ο: o χρυσοχόος < (τουρ) kuyumcu / κοϊμτζής, κουιμτζής.

γολτούκ', το: η μασχάλη < (τουρ) koltuk / κολτούκ'.

γομάρ', το: το φορτίο / γομάριν, σελέκ', σαλάκ'.

γομώνω, ρ.: γεμίζω / εγόμωσα, εγόμωσαν.

γονάχ' , το: το αρχοντικό, το παλάτι < (τουρ) konak / το κονάκ', το κονάκιν, γονεύω = μένω, διανυκτερεύω.

γονουσεύω, ρ.: μιλώ, συζητώ < (τουρ) konuşmak / γονουσέματα.

γορόσα, τα: τα γρόσια, (τουρ) kuruş.

γοτζαμάνος, ο: ο γέρος, ο σύζυγος < (τουρ) kocaman / κοτζαμάνος.

γουεύω, ρ.: λυπάμαι / εγούεψα.

γουζέβω, ρ.: θυμώνω < (τουρ) küsmek / γουζέβ'νε, γουζεμένος = θυμωμένος, γουζεμέντσα, εγούζεψα, εγούζεψαν.

γούλα, η: ο λαιμός / τα γούλας = αμυγδαλίτιδα, το γουλάσ' = διφθερίτιδα, γουλέας, γουλαρία, ση γούλα σ' ερούξεν; η γούλα τ' εγομώθεν = βούρκωσε.

γουή, η: η όχθη, η παραλία / το κουίν = πηγάδι, υπόγειο, το γουβίν.

γουρεύω, ρ.: στήνω, αρχίζω < (τουρ) kurmak.

γουρζουλάς, ο: η πανούκλα, ο διάβολος.

γουρνούμαι, ρ.: ουρλιάζω / το γούρνιαγμαν.

γουρουτζής, ο: αγροφύλακας < (τουρ) korucu.

γουρουχτζής, ο: πρακτικός γιατρός για κατάγματα < (τουρ) kırık.

γουρπάν, το: η θυσία < (τουρ) kurban / γουρπάν να ίνουμαι.

γουρταρεύω, ρ.: σ΄ψζω < (τουρ) < kurtarmak / το γουρτάρεμαν, εγουταρέφτα, εγουταρέφταν.

γραίας τηγάν', το: ομελέτα με καλαμποκίσιο αλεύρι, αυγά και βούτυρο / γραία, γραιάδες.

γραμματισμέν', οι: οι μορφωμένοι, ο γραμματισμένον, η γραμματισμέντσα.

γρίζεμαν, το: εκχέρσωση χέρσου εδάφους.

γριζομάκελον, το: μεγάλη τσάπα για βαθύ σκάψιμο.

γυναικίζω

γυροκλώσκουμαι, ρ.: τριγυρνώ.


Δ


δαβαίνω, ρ.: περνώ, διαβαίνω / δέβα, δεβάτεν, εδέβηνα, εδέβα, εδέβασες ατό κα, αποδαβαίνω, επεδέβα.

δάβολον, ο: ο διάβολος / τη δαβόλ' η κάλτσα, δαβολσύνε.

δάκλυμαν, το: ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός.

δακρ', το: το, / δάκρυ, τα δάκρα.

δάκω, ρ.: δαγκώνω / δάκ'νε, δάκσον = δάγκωσε.

δάνος, το: ο δανεισμός πραγμάτων.

δαρμηνεία, η: η συμβουλή.

δασκάλτσα, η: δασκάλα / οι δασκάλ', ο δασκαλον.

δασκεύω, ρ.: συμβουλεύω.

δατάζω, ρ.: διατάζω / δαταγή, δατάχκουμαι, εδατάχτα.

δαυκίν, το: το καρότο.

δέβα, ρ. : πήγαινε / δεβάτεν, το δέβα και έλα.

δέζ'μ΄, το: ο δυόσμος / τα δεζ'μα.

δεικνύζω, ρ.: δείχνω / δειξίζω, εδέκνιζα, εδέκνισα = έδειξα.

δειλασμένα, επιρ.: δειλά.

δελιάουμαι,ρ.: μπερδεύομαι.

δείσα, η: η ομίχλη.

δελάζω, ρ.: μπερδεύω, εμπλέκω / εδελίασα.

δεμέσια, τα: χορτόπιτες / το δεμέσιν.

δεξά, επίρ.: δεξιά.

δεξάμενος, ο: ο νουνός / δεξαμέντσα, σύντεκνος, συντέκν'σα, το δεξιμάτ', η δεξιματέα = βαφτιστικιά.

δερνοκοπίουμαι, ρ.: θρηνώ, ολοφύρομαι.

δέχκουμαι, ρ.: δέχομαι / εδέχτα.

διαβολολάγηνον, το: το σταμνί με τη μαγιά για το τυρί.

διβώλισμα, το: το όργωμα του χωραφιού για δεύτερη φορά.

δίγω, ρ.: δίνω / δίεις ή δι'ς, δίγει ή δι, δίγ'νε, δίν'νε, εδώκα ή εδέκα, εδέκαν, δος, δι και παιρ'.

διδυμάρα, τα: τα δίδυμα.

δίκαια, τα: τα δώρα που έστελνε την παραμονή του γάμου ο γαμπρός στη νύφη.

δικούριν, το: το μαλλί του προβάτου που κουρεύεται για δεύτερη φορά.

δικράνιν, το: ξύλινο εργαλείο σε σχήμα διχάλας για τη φόρτωση του σανού.

δίλαβον, το: καζάνι μεγάλο με δύο λαβές / δίλαβον χαλκόν.

διχερέα, η: ποσότητα υλικών που χωράει στις δύο παλάμες / το διχέριν.

δίχωτα ή δίχουτα, επίρ.: με δυο γνώμες.

διώχω, ρ.: διώχνω / διώεις, διώχ'.

δόσα, τα: η προίκα.

δουρβάν', το: ξύλινο εργαλείο σε σχήμα βαρελιού για το κτύπημα του γάλακτος και την παραγωγή του βουτύρου / δρουβάν', ξυλλάγγ', δουρβανίζω.

δουλεία, η: η δουλεία / δουλόπον.

δρανίν, το: ράφι σε τοίχο του σπιτιού.

δώμαν, το: οριζόντια από χώμα στέγη οικίας.

δώρημαν, το: το δώρο / δωρόπον.


Ε


έβγα, η: η έξοδος / εβγαίνω, εβγώνω, εβγών'νε ή εξέβα, έβγα, εβγάτεν,εβγάλω, εβγάλ'νε.

εβόρα, η: η σκιά

εβριστόν, το: ζυμαρικό του Πόντου προψημένο, ξερόν μακαρίνα / το ιβριστον.

εγάπ', η: η αγάπη / εγάπανα, εγάπαναν, εγάπεσα, εγάπεσαν.

έγκα, έγκες, έγκε, ρ.: έφερα, έφερες, έφερε / φέρω.

εγκλεσία, η: η εκκλησία / τα εγκλεσίας.

εγνωρίζω, ρ.: γνωρίζω / γνωρίζω, εγνώρτσα = γνώρισα, εγνώρτσαν.

εθαρρώ, ρ.: θαρρώ, νομίζω / εθαρρούν, εθάρνα, εθάρναν.

έικιτι, επιφ.: επιφώνημα νοσταλγίας.

εκανέθεν, ρ.: φτάνει / κανείται.

εκειαπέσ'. επίρ.: εκεί μέσα / εκεπά = εκεί πέρα, εκέκα = εκεί, εκές = προς τα κει, επεκεί = αποκεί,κατόπιν.

έκλωσεν, ρ.: γύρισε, επέστρεψε / κλώσκουμαι, εκλώστεν, κλώστ', κλωστός, άκλωστος .

εκόμπωσεν, ρ.: ξεγέλασε / κομπώνω.

εκούξεν, ρ.: φώναξε / κουίζω.

έλα, η: ο ερχομός, η επίσκεψη.

ελέπω, ρ.: βλέπω / ελεπ'ς, ελέπ', έλεπα, έλεπον = δες.

Έλλενος ή Έλλενας, ο: ο Έλληνας / ελλενικός.

  Εκαμώθα :προσποιήθικα


έμνοστος, -ος, -ον: νόστιμος, έμνοστα.

έμορφος, έμορφεσα, έμορφον: όμορφος / έμορφα.

εμπαίνω, ρ.. : μπαίνω / εμπαίντ'ς, η έμπα, εσέβα, έμπα, εμπάτεν.

εμποδέα, η: γυναικεία, συνήθως ριγωτή, ποδιά μακριά μέχρι τους αστραγάλους.

έμποδος, η: η έγκυος / η δίψυχος.

έμπρα, επίρ.: μπροστά / έμπρα μουν, έμπλα σουν, εμπρικέσ’.

εμπροκάρδα, τα: το στήθος της γυναίκας.

εμπρομαμή, η: η βοηθός της μαμής.

εμπροστάλιν, το: στηθόπανο, ένδυμα που φοριόταν πάνω από τα στήθη.

εμπροστία, η: ο σιδερένιος τρίποδας στο τζάκι για βράσιμο νερού.

έμπρουμεραν, επίρ.: προχθές.

εναύλια, τα: χωράφια που είναι κοντά στο χωριό.

ενεμείνα, ρ.: περίμενα / αναμένω.

ένοικον, το: το σπίτι, η κατοικία.

ενούντσεν, ρ.: σκέφτηκε / νουνίζω.

εντάμαν, επίρ.: μαζί.

εντρανώ, ρ.: φροντίζω.

εντώκα, ρ.: κτύπησα / κρούω.

εξαγούρεμαν, το: η εξομολόγηση / εξαβούρεμαν.

εξαπέσα, επίρ.: αλλοπρόσαλλα.

έξεργος, η: γιορτή, αργία

εξέρω, ρ.: ξέρω, γνωρίζω / εξέρτ'ς, έξερον = να ξέρεις.

εξηγίζω, ρ.: εξηγώ / εξηγί'εις.

εξωπότιν, το: το τελευταίο ποτήρι του ποτού.

εξώρας, επίρ.: αργά.

εξωτέρα, η: το πολιτικό δικαστήριο.

επ' αληθείας, επίρ.: στ' αλήθεια.

έπαρ', ρ.: πάρε / παίρω, παίρνω.

επεβγάλω, ρ.: ξεπληρώνω.

επεΐ, επίρ.: αρκετά < (τουρ) epeyce.

επεκεί, επίρ.: έπειτα.

εποίκες, ρ.: έκανες / εφτάω, εποίν'να, εποίκα, ντ' έποικες.

επλώθεν, ρ.: απλώθηκε / απλούμαι.

επορώ, ρ.: μπορώ / επόρνα, επόρναν.

έργανον, το: όργανο.

έργατα, τα: έργα

ερέχκουμαι, ρ.: μου αρέσει / ορέχκουμαι, ερέχτα.

εριάζω,η οριάζω ρ.: φυλάω / εριάζ'νε, ερίαζα, ερίαζαν, ερίαξα, ερίαξαν, ερία = πρόσεξε, ερίαμαν = σκοπιά, βάζω όρια.

εριστέας,ο : ο εριστικός.

έρχουμαι, ρ.: έρχομαι / έρται, έρτα ή έρθα.

ερωτώ, ρ.: ρωτάω / ερώτανα, ερώταναν, ερώτεσα, ερώτεσαν ερωτέθα, ερωτέθαν.

εσάσεψεν, ρ.: σαστίζω < (τουρ) şaşırmak / σασεύω.

εσγάρα, η: η σχάρα.

εστά, ρ. : στάσου / εσταθέστεν.

εσχωρώ, ρ.: συγχωρώ.

ετοιμάγουμαι, ρ.: ετοιμάζομαι / ετοιμαέστεν.

ετότες, επίρ.: τότε.

ευκαιρώνω, ρ.: αδειάζω / ευκαιρών'νε, ευκαίρωσα, ευκαιρώθεν, εύκαιρος = άδειος, απρόσεκτος, επιπόλαιος, η εύκαιρεσα = η άδεια.

ευκούμαι, ρ.: εύχομαι.

ευρεμάτ', το: κάτι χαμένο που βρέθηκε / το ευρεμάτιν, ευρήκω, ευρίουμαι, εύρηκον = βρες.

ευρίσκω, ρ.: βρίσκω / ευρίκω, ευρίκ'νε, εύρα, εύραν, ευρίουμαι,ευρίουνταν .

ετέκ’, το: η φούστα < (τουρ) etek / ετέκιν.

εφέκα, ρ.: άφησα / αφήνω, εφήνα.

εφέρθα, ρ.: συμπεριφέρθηκα / φέρκουμαι.

εφτάω, ρ.: κάνω / εφτάγω, εφτάς, ευτάει, εποίκα.

εφτάνω, ρ.: φθάνω / εφτάνε = φθάνουν.

εχάθα, ρ.: χάθηκα / χάμαι = χάνομαι.

εχετεία, η: η περιουσία.

εχολομανίγα, ρ.: νευρίασα / χολομανίουμαι.

εχπούλ, το: το μικρό πουλί που βγαίνει από το αυγό / το πιλίτζ’, το πιλιτζιν.

εχτήθα, επίρ.: από στήθους, παπαγαλία.

έχω, έεις, εσ', ρ.: έχω, έχεις, έχει / έχνε.


Ζ


ζα, τα: τα ζώα.

ζαγάρ', το: το ζαγάρι.

ζαγκότσον, ο: ο καντηλανάφτης / ζαγκότζ’.

ζαγκώνω, ρ.: σκουριάζω / ζαγκωμένος.

ζαέρ, επίρ.: πιθανώς. ίσως.

ζαλίουμαι, ρ.: ζαλίζομαι / ζαλίγουμαι, εζαλίγα = ζαλίστηκα, εζαλίγαν.

ζαμάν, το: ο καιρός, διάστημα < (τουρ) zaman / έναν καιρόν κι έναν ζαμάν.

ζαντός, ο: ο τρελός / παλαλός, ζαντίνω, εζάντινα = τρελάθηκα, εζάντιναν, ζαντέ = τρελέ, η ζάντενα = τρελή, η ζαντέσα = τρελή, τα ζαντίας = τρέλες.

ζαρούδα, τα: οι ζάρες / το ζαρούδιν.

ζατί, επιρ.: εξάλλου < (τουρ) zaten / ζατίμ.

ζελεύω, ρ.: ζηλεύω.

ζεμία, η: η ζημία.

ζενγκίν,ο: ο πλούσιος < (τουρ)zengin .

ζεπίρες, οι: τα κουνάβια / η ζεπίρα.

ζερταλίδιν, το: το βερίκοκο.

ζίλ’, το: η ψιλή φωνή της λύρας.

ζιντζίρα, τα: οι αλυσίδες < (τουρ) zincir = αλυσίδα.

ζίπκα, η: παντελόνι αντρικό μέχρι τους αστραγάλους, χωρίς άνοιγμα μπροστά, με ζώνη.

ζιπούνα, η: σταυρωτό πουκάμισο για τους άνδρες, για τις γυναικες το μακρύ μέχρι τους αστραγάλους ριχτό με φαρδιά μανίκια φόρεμα / ζουπούνα.

ζογούδ’, το: η πυκνή χλόη του βουνού.

ζουρνά, η: ο ζουρνάς, οξύαυλος.

ζύμωτρον, το: σκάφη για ζύμωμα / το ζυμαρομάντιλο, ο ζυμοστάτες, ζουμάρ', ζουμώνω = ζυμώνω, ζουμών'νε.

ζωνάρ’ τη Παναγίας: το ουράνιο τόξο.


Η


ηβορίζω, ρ.: λιχνίζω / ηβορίζ'νε, ηβόρριζα, ηβορρίζω, ηβορρίουμαι, ηβόρτσα, το ηβόρισμαν, ιβορίζ'νε, ιβορίζω, ιβόρισμαν.

ηλάζω, ρ.: γαβγίζω / ηλάζ'νε, ήλαζα, ήλαζαν, ήλαξα, ήλαξαν, ήλαξον = γάβγισε.

ηλάσκουμαι, ρ.: ηλιάζομαι / ηλάστα = ηλιάστηκα.

ηλέπορον, το: το εύηλιο μέρος, το λιακωτό.

ήλον, ο: ο ήλιος / ήλöς, ήλες, ηλοξάψιμον = λιοπύρι, ηλοχάραγμαν = ανατολή ήλιου.

ηλιόπαρμαν ή ηλέπαρμαν, το: η ανατολή του ήλιου.

ηλόβρεχη, η: η βροχή με ήλιο.

ηλοκόρασον, το: κορίτσι πολύ όμορφο.

ημερκόν, το: το μεροκάματο / ημερομίστιν.

ήμπαν, επίρ.: όπου / ήμποι = όποιοι, ήμποιεσα = όποια, ήμποιος = όποιος.

ημ'σός, ημ'σή, επίθ.: ο μισός / ημ'σοί, ημ'σά, ημ'σόν.

ήνταν, αντων.: οτιδήποτε / ήντιναν = όποιον, όποιαν, ήντιαν = ότι, ήντιν' = όποιοι, ήντινος = όποιου.

ήντζαν, αντων.: όποιος / ήντζ', ήντσαν, ήμποιος.

ήπαρη, η: το συκώτι, ο αφαλός.

ησυχίζω, ρ.: ησυχάζω / η ησύχαση, η ησυχασία, ηήσυχεσα = ήσυχη.


Θ


θαλασσάκρα, τα: η ακρογιαλιά / το θαλασσάκριν, θαλασσέα = θαλάσσια αύρα, θαλασσομάνα = μέδουσα, τσούχτρα, θαλασσοπούλ', το θαλάσσωμα = τρικυμία.

θαμαστός, επίθ.: θαυμαστός, παράξενος / η θαμαστέσα, το θάμαν, το θάμαγμαν = θαυμασμός, θαμάζω, η θαμαντουρία = μεγάλο θαύμα, το θάμασμαν.

θανατίτζα, η: το κακό σπυρί,το εξάνθημα άνθρακας / θανατέα = ετοιμοθάνατος, θανατίτα = πικρόχορτο, θανέσα, η: το μετά την κηδεία γεύμα.

θάφτω, ρ.: θάβω / θάφκουμαι, θάψον.

θεκάριν, το: η θήκη / θεκάρ'.

θέκω, ρ.: βάζω, θέτω / θέκ'ς, θεκ'.

θέκλα, η: κουτσομπόλα / θεκλεύκουμαι, ο θεκλέας = χαϊδεμένος, η θεκλού, η θεκλεία = χάιδεμα.

θελκός, ο: θηλυκός / θελκέσα.

θέλω, ρ.: θέλω / θελτς, θέλ'νε, εθέλ'να, θέλ'μαν,θέλσιμον, θελ'ματάρτς.

θεμέλ' ή τεμέλ, το: το θεμέλιο.

θεοτικός, ο: θεοσεβής / θεοτικέσα, θεόφοβος, θεοξύριστος = σπανός, θεοπάλαλος.

Θερ'νός ή θερ'νόν ή χορτοθέρτς, ο: ο Ιούλιος.

θέρωτρα, τα: τα προγαμιαία δώρα του γαμπρού στη νύφη.

θημίζω, ρ: λέω τα κάλαντα, χορεύω το γαμήλιο χορό / το θήμισμαν, το θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός.

'θόγαλα, το: αθόγαλα, ανθόγαλα, καϊμάκι του γάλακτος / 'θογαλοχάβιτσον, θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλο, θογαλότανον = αριάνι.

θρέφω, ρ: τρέφω / θρέβω, θρέφτω, θρέφκομαι, θροφή.

θρυμούλιν, το: ψίχουλο από ψωμί / θρυμμουλίζω, θρουμούλ', θρουμουλίζω, θρουμούλιν.

θύμαρη, η: το θυμάρι / θομάριν, θομάρ', θομαρέα = μυρωδιά θυμαριού.

θυμίαμαν, το: θυμίαμα, λιβάνι / θυμίωμαν, θυμιαματέα = μυρουδιά θυμιάματος, θυμιαντόν = λιβανιστήρι.

θυμούμαι, ρ.: θυμάμαι / εθυμέθα, εθυμέθαν.

θωρέα, η: όψη, εμφάνιση / θεωρητικός = παρουσιαστικός, θεωρητικέσσα.


Ι


ιβριστόν, το: ζυμαρικό του Πόντου προψημένο/ εβριστόν.

ιγδίν, το: γουδί.

ιγεύω, ρ.: ταιριάζω <(τουρ) uydurmak / ιεύω, ίεμαν = ταίριασμα, ίεψα.

ίδρος, ο: ιδρώτας / ιδροκοπώ, ιδρωματέα = μυρωδιά ιδρώτα, ιδροφτείρα = ψείρα από ιδρώτα, ίρδος, ιρδώνω, ίρδωνα, ίρδωσα.

ιθάκιν, το: ο μαστός της αγελάδας.

ίλα, επίρ.: ιδίως, προπαντός / ίλαμ.

ιλοίφιν, το: πάνινη μικρή σακούλα για λούσιμο με το σαπούνι.

ιμαρέτ, το: φιλανθρωπικό ίδρυμα, πτωχοκομείο < (τουρ) imaret.

ιμπρίκ, το: το μπρίκι, < (τουρ) ibrik.

ινανεύω, ρ.: πιστεύω, εμπιστεύομαι < (τουρ )inammak, ινάνευα, ινάνεψα, το ινάνεμα = πίστη, ινανμάζης = αμετάπειστος, ινανμάζαινα, ινανμάζ.

ιşτέ, επιφ.: να, ορίστε, δηλαδή < (τουρ) işte.

ίστονιν, το: αντρικό εσώρουχο / ισλίκ.

ιστορίζω, ρ.: αφηγούμαι, διηγούμαι.


Κ


καβάκια, τα: οι λεύκες < (τουρ) kavak / το καβάκιν.

καβαλάρτς, ο: καβαλάρης, ο ιππέας / η καβαλαρέα.

καβουρμάδες, τα: κομμάτια από κρέας που τσιγαρισμένα με λίπος τα διατηρούσαν όλο το χειμώνα < (τουρ) kavurma / η καβουρμά, γαβουρμά / καβουρεύω = τηγανίζω.

καγάν’, το: δρεπάνι με κοντή ξύλινη λαβή.

κάζ', το: η χήνα < (τουρ) kaz.

καζανεύω, ρ.: κερδίζω < (τουρ) kazanmak.

καθαροψώμ',το: το ψωμί από σκέτο σιτάρι.

κάθκα, ρ.: κάθισε / καθκά, καθέστεν.

καϊσ', το: η ζώνη < (τουρ) kayiş / γαϊσ'..

κακόσυρτος, επιθ.: δύστροπος

κακοφέρκουμαι, ρ. συμπεριφέρομαι άσχημα / εκακοφέρθα.

κακοχάπαρος, επίθ.: εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις.

καλαμόπον, το: το καλαμάκι.

Καλαντάρτς, ο: ο Ιανουάριος / καλαντοκούρ', καλαντόνερον, Καλαντόφωτα.

καλαπαλούκ', το: καλαμπαλίκι, περιττό πράγμα < (τουρ) kalabalik.

καλάπως, επίρ.: βέβαια.

καλατσεύω, ρ.: μιλάω / καλατσή, τα καλατσίας, καλατσεύνε, καλάτσευα = μιλούσα, καλάτσευαν, καλάτσεμαν, καλατσεμένα = μιλημένα, καλάτσεψα.

κάλη, η: η σύντροφος, η αγαπημένη / καλλεμέντσα = όμορφη, τα κάλλεα = η ομορφιά.

καλκεύω, ρ.: καβαλώ / κάλκεψον.

καλλίον, επίρ.: καλύτερα / καλός, καλέσα, καλλύνω = θεραπεύομαι.

καλομάνα, η: η γιαγιά / λυκοκαλομάνα, αρκοκαλομάνα, λυκοπάππον, αρκοπάππον.

Καλομηνάς, ο: ο Μάιος.

καλοτερώ, ρ.: κυττάζω προσεκτικά, ξαναβλέπω.

καλωσηρθίασμαν, το: καλωσόρισμα / η καλωσωρία.

κάμα, η: σπαθί γυριστό, χαντζάρι < (τουρ) kama.

καμαρωτέρ’, το: πέπλο με το οποίο σκέπαζαν το κεφάλι της νύφης / το καμαρωτέριν, η καμάρα.

καματερός, επίθ.: δουλευτάρης / καματερέσα πβ. κακούργεσα, καλόχρονεσα, κοτυλεμέντσα = αδύνατη, κοντέσα = κοντή, κουτσέσα = κουτσή, λεγνέσα, λιφτέσα = ελαφρόμυαλη, λουσμέντσα = λουσμένη, λυγερέσα, μικρέσα, μυξέσα.

καμίαν, επίρ: ποτέ.

καμίσ’, το: αντρικό ή γυναικείο πουκάμισο.

κανείται, ρ.: φτάνει / κανείνταν, εκανέθεν, κανείσαι.

κανόνιν, το: το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας.

καντσίν, το: η ψύχα του ξηρού καρπού.

κάουμαι, ρ.: καίγομαι.

καπίτς, το: το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά.

καπούσκα, η: φαγητό με χοιρινό κρέας, λάχανο τουρσί, κόκκινη πιπεριά και βούτυρο < (τουρ) kapuska.

καρακόλιν, το: αστυνομικό τμήμα < (τουρ) karakol.

καρβών', το: το κάρβουνο / καρβώνιν, τσιλίδ'.

καρκαρίζω,ρ.: κάνω θόρυβο, βροντώ.

καρμενέτσα, η: ρόκα, ηλακάτη, ξύλινο εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού.

καρτάσ', το: ο αδελφός < (τουρ) kardaş / καρτά</>σιν.

καρτόφα, τα: οι πατάτες / το καρτόφιν, καρτοφοφούστορον, καρτοφοτήγανον.

καρτοφοτήγανον, το: πρόχειρο φαγητό με πατάτες που βράζονται και τηγανίζονται με κρεμμύδι και λάδι.

κασκάρα, η: καρακάξα

κάστρεν, ο: το κάστρο.

καταλαχού, επίρ.: κατά τύχη.

καταμάγια, η: σκούπα από κουρέλια για το φούρνο.

κατενίζω, ρ.: ξεπλύνω / κατενίζ'νε, κατενόν = καθαρό.

κατσίν, το: πρόσωπο / τα κατσία.

καυκία, τα: ποτήρια, τάσια / καυκίν.

καφούλιν, το: θάμνος / τα καφούλα, καφουλόπον ,.

καφτάν', το: πολυτελές επίσημο πανωφόρι < (τουρ) kaftan.

κεβεζελεύω, ρ.: μιλάω πολύ / κεβεζελεύ'νε, κεβεζέας = πολυλογάς, κεβεζού.

κελπεστία, τα: οι μπριζόλες.

κεμεντζέ, η: η λύρα του Πόντου < (τουρ) kemençe / κεμεντζές, κεμανές.

κεντίρ, το: η ινδική κάνναβη, χασίσι < τουρ) kendir.

Κερεκή, η: Κυριακή, Δευτέραν, Τρίτ', Τετράδ', Πέφτ', Παρασκευήν, Σάββαν.

κερεντή, η: μεγάλο δρεπάνι με ξύλινο χερούλι.

κεσκέκ’, το: γαμήλιο ή εορταστικό γεύμα με κρέας από κοτόπουλο ή κατσίκι ή μοσχάρι και αποφλοιωμένο σιτάρι και περιχυμένο με λειωμένο βούτυρο < (τουρ) keşkek.

κι άλλο </>xειρ', επίρ: χειρότερα.

'κι εν, ρ.: δεν είναι (ενικός) / 'κ’ είναι = δεν είναι (πληθυντικός), 'κι’ έχω = δεν έχω, 'κι’ έχνε.

κιντέας, τα: οι τσουκνίδες / κιντέατα, κινθέα, κνιδέα.

κιφάλ', το: το κεφάλι / ξερόν κιφάλ', τρανόν κιφάλ',

κλαινίζω, ρ.: κάνω κάποιον να κλαίει.

κλέμια, τα: η ζώνη.

κλιβάν’, το: εστία, ταντούρ, ορθογώνιο κτίσμα στην κουζίνα ύψους εβδομήντα εκατοστών με μεταλλικό κύλινδρο διαμέτρου πενήντα εκατοστών.

κλίσκουμαι, ρ.: σκύβω / κλίσκουνταν.

κλώθω, ρ.: επιστρέφω / κλώσον, κλώσκουμαι, κλωστός, κλωστοτήγανον.

κοβλάκια, τα: κουβάδες από ξύλο έλατου για το γάλα / κοβλάκ'.

κοεμτζής, ο: ο χρυσοχόος < (τουρ) kuyumcu / γοεμτζής, κουιμτζής.

κοζέρ', το: μεγάλο κόσκινο για το στάρι.

κοκίν, το: σιτάρι / κοκία = κόλυβα.

κοκκύμελον, το: το κορόμηλο, το δαμάσκηνο, η δαμασκηνιά / κοκκίμελον, κοκκίμελα.

κοκνέτσα, η: μάλλινο τετράγωνο ύφασμα το τύλιγαν οι γυναίκες πάνω από τη ζιπούνα από τη μέση μέχρι τις γάμπες.

κολλίζω, ρ.: ανάβω, καίγομαι.

κολόθα, τα: μικρά ψωμάκια που τα μοίραζαν για τις ψυχές των νεκρών.

κομές, το: κοτέτσι < (τουρ) kümes.

κομπώνω, ρ.: ξεγελώ / κομπών'νε, κόμπωμαν.

κονεύω, ρ.: μένω, κάθομαι, σταθμεύω < (τουρ) konmak / γονεύω.

κοντέσ', το: τσόχινη ζακέτα, τη φορούσαν οι γυναίκες πάνω από τη ζιπούνα μέχρι τη μέση.

κοπάλα, τα: ξύλινοι κόπανοι για την αποφλοίωση του σιταριού / το κοπάλ', το κοπάλιν, κοπαλίχτρα.

κοπροθέσ', το: λάκος για την κοπριά των ζώων /η κοπροθέκα.

κόρασον, το: το κορίτσι / κορτσόπον.

κορδιλάουμαι, ρ.: μπερδεύομαι / εκορδιλάεν, κορδίλ' = κόμπος, κορδίλα.

κορκότα, τα: αποφλοιωμένο κοπανισμένο και χονδροαλεσμένο σιτάρι χωρίς βράσιμο. Γίνονταν και από καλαμπόκι και από κριθάρι / κορκότον, κορκοτοφάσουλον.

κορνακότζ’, το: παιδικό παιχνίδι, το κουτσό.

κοσάρας, τα: οι κότες / η κοσάρα, η κοσού = η κλώσα.

κοσμοδέβαση, η: η καταστροφή.

κότ', το: το κότι, μονάδα βάρους περίπου έξι οκάδων, όπως και το πατμάνι / το κότιν.

κότζεμαν ή κότσεμαν, το: η μετακόμιση, η μετοικεσία < (τουρ) göçmek.

κότς, το: χορός παμποντιακός.

κοτσορύμ', το: το ρυάκι, ποταμάκι / κοτσορύμιν.

κοτύλα, η : το σβέρκο / κοτυλεύω = αδυνατίζω, κοτυλεύ'νε, κοτυλεμένος, κοτυλεμέντσα.

κουβανέφκουμαι, ρ.: εμπιστεύομαι < (τουρ) güvenmek / κουβανέφκουνταν.

κουή, η: το πηγάδι, η παραλία, το κουίν = το υπόγειο < kuyu.

κουίζω, ρ.: φωνάζω / κουίζ'νε, κούξον = φώναξε.

κουιμαλία, τα: πίτες στο φούρνο με κιμά < (τουρ) kıymalı / το κουιμαλίν.

κουκουβάκια, τα: μανιτάρια.

κουκούμ’, το: χάλκινη στάμνα νερού / το κουκούμιν.

κουλανεύω, ρ.: χρησιμοποιώ < (τουρ) kulanmak.

κουμποσπάλερον, το: μεταξωτό επιστήθιο ύφασμα της νύφης.

κουνίν, το: η κούνια / κουνίζω, κουνίζ'νε, τα κουνία.

κούντα, ρ.: σπρώξε / κούντεμαν, κουντώ = σπρώχνω, κουντούν.

κουντάχ’, το: οι φασκιές < (τουρ) kundak.

κουντούρας, τα: η κουντούρα, παπούτσια γυναικεία με χαμηλά τακούνια συνήθως μαύρα.

Κούντουρον, ο: Φεβρουάριος.

κουρτώ, ρ.: καταπίνω / κουρτούν.

κουσκουντέρα, η: μεγάλη σκούπα από αγκαθωτό θάμνο.

κουσκούρ’, το: ξεραμένη κοπριά αγελάδας που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη / το κουσκούριν.

κουτίν, το: το φέρετρο.

κούτσα, η: η μυρμηγκιά / τα κούτσας.

κουτσή, η: κορίτσι, κοπέλα / ή πουτσή.

κόφτω, ρ.: κόβω / κόψον.

κοχλίδα, τα: τα σαλιγκάρια / το κοχλίδιν = σαλιγκάρι, χρυσή αλυσίδα.

κράνια, τα: οι καρποί της κρανιάς, δενδρύλλιου μέτριου μεγέθους με καρπούς σαν της ελιάς αλλά κόκκινους.

κρεατοκούρ’, το: χοντρό σανίδι για το κόψιμο του κρέατος / κρεατοκούριν.

κρενίν, το: η βρύση.

κρούω, ρ.: κτυπώ / κρούγ'νε.

κρυφτερίτσα, η: παιχνίδι των παιδιών, το κρυφτό / κρύφκουμαι.

κυμιόνιν, το: το κύμινο.

κυνηγεύω, ρ.: κυνηγώ.

κύρης, ο: ο πατέρας, ο πεθερός.

κωλισάφρα, η: η σαύρα.



Λ


λαβάσα, τα: λεπτές πίτες από ζυμάρι ψωμιού που τις έψηναν στο ταντούρ ή το σάτσι ή το φούρνο.

λαγγεύω, ρ.: πηδώ / λαγκεύ'νε = πηδούν, λάγκεμαν.

λαγήν’, το: πήλινη στάμνα.

λαζούδα, τα: τα καλαμπόκια.

λαϊστέρα, η: παιδικό παιχνίδι, η κούνια / λαϊζω = κουνώ, λαϊζ'νε, λαϊσκουμαι, λαήσκουνταν = κουνιούνται.

λακουρτία, τα: οι ομιλίες , (τουρ) lakırdı.

λαλάγκα, η: πρόχειρο φαγητό, με νερουλή ζύμη που χυνόταν πάνω στο σάτσι και τρωγόταν περιχυμένη με βούτυρο.

λαλα</>χού, η: η χαϊδεμένη.

λαλία, η: η φωνή / τα λαλίας, λαλόπον, λαλώ, λαλεμέντζα = προσκεκλημένη, λαλασία = ομιλία.

λαμψία, τα: ελαφριά παπούτσια που τα φορούσαν μέσα από τις γαλότσες.

λανάρ’, το: μεταλλικό οικιακό εργαλείο για το λανάρισμα του μαλλιού με πενήντα περίπου βελόνες κολλημένες σε δύο σειρές σε μεταλλική βάση.

λαρώνω, ρ.: γιατρεύω / λαρών'νε, λαρούμαι, λαρούνταν.

λάσκουμαι, ρ: περιφέρομαι / λάσκουνταν.

λαταρίγουμαι, ρ.: κουνιέμαι / λαταρίγουνταν.

λαχανοκούταλον, το: κουτάλα τρυπητή για ανακάτεμα ή σερβίρισμα του φαγητού.

λαχμάζω, ρ.: λαχανιάζω / λαχμάζ'νε.

λαχόριν, το: τετράγωνο ύφασμα που το έδεναν οι γυναίκες στη μέση.

λαχτίζω, ρ.: κλωτσώ / λαχτίζ'νε, λάχταν = κλωτσιά, τα λάχτας = κλωτσιές.

λεγνός, επίθ.: λεπτός, αδύνατος.

λείβ', το: σύννεφο, τα λείβα / λειβώνω = σκοτεινιάζω, λειβών'.

λειφτός, επίθ.: λειψός / λειφτάζω.

λέλεκον, ο: πελαργός.

λελεύω σε, ρ.: να σε χαρώ.

λετσέκ', το: και λετζέκ, βαμβακερό κάλυμμα κεφαλής γυναίκας, ανοιχτόχρωμο για τις νέες και σκούρο για τις ηλικιωμένες.

λεφτοκάρα, τα: φουντούκια < λεπτοκάρυα / το λεφτοκάρ' .

λιγμετέρ’, το: και λιχμετέρ', μεγάλο ξύλινο πιρούνι με έξι δόντια, το χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα.

λιγούμαι, ρ.: λιγώνομαι / λιγούνταν = λιγώνονται.

λιθάρ', το: πέτρα / λιθάρα, λιθαρόπα.

λιμπαντέ, η: γυναικείο παλτό από χρωματιστό βαμβακερό ύφασμα.

λίντζα, τα: παιδικό παιχνίδι, τα πεντόβολα.

λογαρία, η: ο λογαριασμός / λογαρέζω = λογαριάζω, λογαρέζ'νε.

λογομάντιλον, το: μαντίλι που έστελναν οι γονείς της νέας στους γονείς του αρραβωνιαστικού για δήλωση αποδοχής του γάμου.

λογόπαρμαν, το: η τελική συμφωνία για την τέλεση του γάμου.

λοχούσα, η: η λεχώνα.

λυκοκαλομάνα, η: η μαμά της γιαγιάς.

λώματα, τα: τα ρούχα / λωμόπα = ρουχαλάκια.


Μ


μαγαρούτζα, τα: δώρα και τραπέζωμα για καλορίζικα.

μάγλα, τα: μάγουλα / μάγλον.

μαθίζω, ρ.: διδάσκω / μαθάνω = μαθαίνω, μαθάν'νε, μαθεύκεται.

μακαρίνα, η: ζυμαρικό σαν τα μακαρόνια, λεπτό φύλλο από ζύμη με αλεύρι σιταριού που κοβόταν σε στενές λωρίδες και ξεραίνο- νταν στον ήλιο.

μακέλ', το: η αξίνα, ο κασμάς / τα μακέλα.

μαλάζω, ρ.: πιάνω / μαλάζ'νε.

μαλλοδέματα, τα: στολίδια για τα μαλλιά, μεταξωτά ή ασημένια.

μαντζάνες, τα: οι μελιτζάνες.

μαντζιρίζω, ρ.: δε νηστεύω / μαντζιρίζ'νε.

μαντίν, το: ζυμαρικό από σιταρίσιο αλεύρι. Η ζύμη κόβεται σε μικρά τετράγωνα πλάτους ενός εκατοστού που ξεραίνονται στον ήλιο. Αφού βράσει με νερό προστίθεται γιαούρτι και σκόρδο, < mantı.

μαροκούμαι, ρ.: αναμασώ / μαροκούνταν = αναμασούν.

μασίνα, η: αποθηκευτικός χώρος και χώρος εργασίας ανοιχτός από μπροστά.

μασλάχ': γυναικείο ρούχο χωρίς μανίκια < maşlah.

μαστραπά, η: χάλκινο ποτήρι νερού < maşrapa.

μασχαρεύω, ρ.: αστειεύομαι / μασχαρεύ'νε, μασχαρίας, μασχαράνος, μασχαρεφτά = στ’ αστεία.

μαχ, το: το έθιμο σιωπής της νύφης προς τα πεθερικά της.

μαχανά, η: η αφορμή, η δικαιολογία.

μεϊβέδες, τα: φρούτα < meyve.

μειζοτέρ', οι: οι μεγαλύτεροι / μιζέτερος, μιζέτερα.

μελεσσίδ', το: η μέλισσα, το μελίσσι / τα μελεσσίδα.

μένεμαν, το: μήνυμα / μενέματα, μενώ = παραγγέλνω, μενούν = παραγγέλνουν.

μέρ', επίρ.: πού / μέρ' έν'.

μερία, τα: οι μηροί.

μερσίνα, τα: ψάρια οξύρρυγχοι.

μέστα, τα: ελαφριά παπούτσια χωρίς τακούνι για μέσα στο σπίτι.

μετζίτι, το: νόμισμα που το χρυσό είχε μία χρυσή λίρα και το ασημένιο είκοσι πέντε γρόσια.

μικρέσσα, η: μικρή.

μιλέτ, το: ο λαός, ο κόσμος, το έθνος < (τουρ) millet.

μιντέρια, τα: μαξιλάρια για κάθισμα < minder.

μισίριν, το: καλαμπόκι < mısır.

μοθοπώρ', το: φθινόπωρο.

μοιράουμαι, ρ.: μοιράζομαι.

μομότσα, τα: τα κουκουνάρια / μομότς.

μοναχία, η: η μοναξιά.

μουσκάρ', το: μοσχάρι / μουσκάρα.

μουσκόφυλλον, το: το φασκόμηλο.

μούστα, η: η γροθιά / τα μούστας.

μουστερήδες, οι: οι πελάτες < müşteri.

μουστρώνω, ρ.: σκυθρωπιάζω.

μουχατσίρ, ο: μετανάστης, πρόσφυγας < (τουρ) muhacir.

μουχτάρτς, ο: ο πρόεδρος του χωριού < (τουρ) muhtar.

μουχτερόν, το: το γουρούνι / μουχτερόπον.

μπατανίας, τα: οι κουβέρτες < battaniye.

μπουρμαλίν, το: τυλιχτό, στριφτό γλυκό σαν το σαραγλί, η πουρμά.

μυντζίν, το: είδος τυριού από άπαχο γάλα.

μύα, η: η μύγα

μυξέας, ο: μυξιάρης / μυξέσα.

μύρα, η: η μυρωδιά.


Ν


ναϊλί, επιφ.: αλίμονο / ναϊλί εμέν, ναϊλί τη μάνα σ'.

νασάν, επιφ.: είθε, μακάρι να / νασάν εσέν, νασάν την μάναν.

νε, μόριο: νε αφορισμένε! / νε .. νε = ούτε ... ούτε.

νεγάμ’κα, τα: νεονυφιάτικα.

νεγκασία, η: η κούραση / νεγκασμένος, νεγκασμέντσα, νεγκάζω, νεγκάσκουμαι, νεγκάσκουνταν.

Νεοχρονία, η: η Πρωτοχρονιά.

νέπαι : βρε, καλέ / νέψα = καλέ, μωρή.

νεράσκουμαι, ρ.: σιχαίνομαι / νεραξία = σιχαμένη.

νεσβήνω, ρ.: σβήνω / νεσβήγα.

νεσπάλω, ρ.: ξεχνώ / νεσπάλ'νε.

νιμέ, η: παιχνίδι παιδικό ομαδικό.

νισαλούς, ο: μνηστήρας < (τουρ) nişan / νισαλούσα.

νίφτω, ρ.: πλένω / νίφ'νε, νίφκουμαι, νίφκουνταν.

νόμα, ρ.: δος μου / δίγω.

νουνίζω, ρ. : σκέφτομαι / νούντσον = σκέψου, νουνισμένος, νουνισμέντσα, νουνιγμένος, ενούντσα, νοΐζω = αντιλαμβάνομαι.

ντελικανλής, ο: νέος, παλικάρι < delikanlı.

ντό: τι, εκείνο που / ντ' έφτάς, ντ' έποικες; ντ' άγνα = πώς.

ντος, ρ.: κτύπα / ντόσιμον, κρούω, ντοχτούμαι.

ντοσέκια, τα: τα στρώματα < döşek.

νυφείον, το: χώρος διασκευασμένος πρόχειρα για να υποδεχθεί τη νύφη μόλις επιστρέψει από την εκκλησία / νύφε, νυφάδες, νύφεσα, νυφόπαρμαν.

νυχτοπούλ', το: νυχτοπούλι / τα νυχτοπούλα.


Ξ


ξάι, επίρ.: καθόλου / έναν ξάι = λίγο.

ξαμώνω, ρ.: συγκρίνω, ξαμών'νε.

ξυλάγγ’, το: το δουρβάνιν, ξύλινο εργαλείο σε σχήμα βαρελιού για το κτύπημα του γάλακτος και την παραγωγή του βουτύρου.

ξαν, επίρ.: ξανά.

ξέντσα, η: η ξένη / ο ξένον, ξενιτέας, ξενιτία.

ξύγαλαν, το: γιαούρτι / τα ξυγάλτα.

ξυλέα, η: το κτύπημα, το χαστούκι / τα ξυλέας.

ξυμήτς, ο: ο ψηλομύτης.

ξύνω, ρ.: χύνω / ξύουμαι, ξύουνταν.

ξύσκουμαι, ρ.: ξύνομαι / ξύσκουνταν, το ξυστήρ', τα ξυστήρα.


Ο


οβόν, το: το αυγό / τα οβά, οβάζ' = κάνει αυγό.

ογρήγορα, επίρ.: γρήγορα / ογρηγορώ.

οκνέας, ο: ο τεμπέλης / οκνέσα, οκνώ, οκνούν.

ολόγος, ο: αναίσθητος, απαθής.

ολόες, ο: επίθ.: ολόκληρος / ολόεν, ολόερα, όλος, όλε, όλ', όλτς.

ομάζω, ρ.: μοιάζω.

ομάλ', το: χορός παμποντιακός / ομαλίζω = ισοπεδώνω.

ομάτ' το: το μάτι /ομμάτ', ομμάτα.

ομούτ', το: η ελπίδα < (τουρ) umut.

ονέρ'τα, τα: τα όνειρα.

όντες, σύνδ.: όταν / όντας.

οξουκά, επίρ.: έξω / οξούκα, οξουκές = εκεί έξω.

οξύγαλαν, το: γιαούρτι.

οπουρνά, επίρ.: αύριο.

ορέχκομαι, ρ.: επιθυμώ.

ορθία, η: η αλήθεια.

ορθώνω, ρ.: επιδιορθώνω.

ορμάν, το: το δάσος < (τουρ) orman.

ορμίν, το: το μικρό ποτάμι / τα ορμία, τα ορμόπα.

ορτάρα, τα: μάλλινες κάλτσες.

οσήμερον, επίρ.: σήμερα.

οσπιτόπον, το: το σπιτάκι / οσπιτανός.

οτά, η: το δωμάτιο < (τουρ) oda.

ούβας, τα: οι χουρμάδες.

ούμπαν, επιρ.: όπου.

ούσνα, σύνδ.: μέχρι, έως.

οφέτος, επίρ.: φέτος.

οψάρ', το: το ψάρι / τα οψάρα, η οψαρέα = ψαρίλα.

οψεζ'νόν, ο: ο χθεσινός / οψέ, οψικέσ' = χθες, οψεκές = τις προάλλες, οψεμπριμέραν = προχθές.


Π


παγκανότα, τα: τα χαρτονομίσματα < (τουρ) banknot.

παθάνω, ρ.: παθαίνω.

παιδάς, ο: ο νέος, το παιδί, το παλικάρι / παιδοποιώ, παιδοποίγω.

παινεύκουμαι, ρ.: παινεύομαι / παινεύκουνταν.

παίρω, ρ.: παίρνω / έπαρ'.

παϊτόνιν, το : μόνιππο, αμάξι με ένα άλογο < payton.

παλαλέ: παλαβέ, παλαλός = παλαβός / παλαλούμαι, παλαλώνω, παλαλοσύνε, παλαλά = τρελά, τα παλαλίτσας.

παλικάρ', το: παλικάρι, τα παλικάρα, η παλικάρενα, το παλικαρόπον.

παλουχτζής, ο: ο ψαράς < (τουρ) balıkçı.

πανοΰρ, το: πανηγύρι.

παρακαλία, η: παράκληση,/ τα παρακαλίας.

παρακαμίν', το: η εστία.

παρλαεύω, ρ.: λάμπω, γυαλίζω < (τουρ) parlamak.

παρουσιάσκουμαι, ρ.: παρουσιάζομαι.

παρχάρα, τα: θερινός βοσκότοπος / παρχαρεύω, ο παρχάρτς, η παρχαρομάνα, τα παρχαρομύτα = βουνοκορφές.

πασκιτάν, το: αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο, αλατισμένο γιαούρτι.

πασκίμ, σύνδ.: μήπως.

πασμάδες, τα: τσίτια, βαμβακερό εμπριμέ ύφασμα.

παστάν, επίρ.: τελείως < (τουρ) baştan.

παστρεύω, ρ.: καθαρίζω / πάστρεψον.

παταλεύω, ρ.: εμποδίζω, ενοχλώ.

πατίκιν, το: χάλκινο σκεύος που το έβαζε η πεθερά στο κατώφλι για να το πατήσει η νύφη όταν ερχόταν από την εκκλησία.

πατμάνια, τα: μονάδες βάρους έξι οκάδων < batman / πατουμάνια.

πατούλα, η: ή πιπιλομάταινα, χορός παμποντιακός.

παχόκολον, ο: ο χοντρόκωλος.

παχτσέ, η: ο κήπος < (τουρ) bahçe.

παχύνω, ρ.: παχαίνω.

πε, ρ.: πες / πέτεν, λέγω, πέα την, πέα τον, πέα τσε.

πεγαδομάτα, τα: οι πηγές.

πεϊνιρλία, τα: πίτες σε σχήμα βάρκας γεμισμένες με τυρί και ψημένες στο φούρνο < peynir = τυρί.

πεκιάρ'ς, ο: ο ανύπαντρος < (τουρ) bekar.

πελίτια, τα: οι βελανιδιές < pelit.

πέλκι, επίρ.: ίσως, πιθανόν < (τουρ) belki.

πεντικόν, ο: ποντικός.

περεσκία, τα: τα πιροσκί.

περήδες, οι: νεράιδες < peri.

περισάντς, ο: φουκαράς < (τουρ) perişan / περισάντσα.

περμένω, ρ.: περιμένω.

πέσκον, ο: η σόμπα.

πετεινάρ', το: ο κόκορας / τα πετειναρόπα, πιλίτς = πετιναράκι, πιλίτσα.

πινακίδ’, το: πινακίδα γραφής.

πίνω, ρ.: πίνω / πία, πιάτεν, η ποτή.

πιπιλομάταινα, η: εκείνη που έχει μικρά μάτια.

πιρίφτε, η: ξύλινο φτυάρι για το φούρνισμα του ψωμιού ή του φαγητού / πιρίφτω = φουρνίζω, πυρίφτ'νε.

πιρνά πιρνά, επίρ.: πρωί πρωί / πουρνά, το πιρνόν = το επόμενο πρωί.

πιρπιρίμα, τα: οι γλιστρίδες.

πισία, τα: τηγανίτες πλατιές και μεγάλες περιχυμένες με πετιμέζι ή μέλι ή πασπαλισμένες με ζάχαρη < pişmek = ψήνω.

πισταμπάλ', το: ποδιά από μάλλινο ύφασμα.

πιστόφ', το: πιστόλι, όπλο < pişton.

πλαν, επίρ.: πέρα.

πλεθύνω, ρ.: πληθύνω.

πλουμίδ', το: το στολίδι / πλουμίδα, πλουμιστά, πλουμιστός, πλουμιστέσα.

πλύσκουμαι, ρ.: πλένομαι / πλύσκουνταν.

ποδεδίζω σε, ρ.: να σε χαρώ.

ποιώ, ρ.: κάνω / εποίνα, εποίκα, ποίσον, ποίστεν.

πόνα, τα: οι πόνοι.

πορανία, τα: μπουρανί, φαγητό με χόρτα ή παντζαρόφυλλα τηγανισμένα με βούτυρο και περιχυμένα με πασκιτάν.

ποστάλα, τα: γυναικεία χαμηλά παπούτσια < postal.

ποταμάκριν, το: η ακροποταμιά.

ποτισκούμαι, ρ.: πίνομαι, ποτίζομαι / ποτίω.

ποτισώνα, η: η ποτίστρα.

ποτούριν, το: αντρικό φαρδύ παντελόνι < potur.

πουγαλεύκουμαι, ρ.: αγανακτώ < (τουρ) buğalmak / οι πουαλεμέν'.

πουδέν, επίρ.: πουθενά / πουθέν.

πουίχ', το: μουστάκι < (τουρ) bıyık / το πουίκιν.

πουλούλα, τα: πιθάρια / το πουλούλ'.

πουρτίν, το: ύφασμα / τα πουρτία.

πουσιντάλευρον, το: το κριθαρίσιο καβουρδισμένο αλεύρι.

πουτσή, η: η κόρη / κουτσή, νέπουτση, νέκουτση.

πρέσκουμαι, ρ.: πρήζομαι / πρέσκουνταν, πρεσμέντσα.

πυκναράευτος, ο: ο ποθητός.


Ρ


ρακάν, το: η βουνοπλαγιά.

ράχα, η: η ράχη / ρασόπον = ραχούλα.

ραχίν, το: βουνό / τα ραχία, ραχιόπουλον = πουλί του βουνού, ραχιοκέφαλα = οι βουνοκορφές.

ριγώ, ρ.: κρυώνω / το ρίγαμαν, ριγωμένος, ριγωμέντσα.

ρίζα μ', προσφώνηση: ψυχή μου!

ρούζω, ρ.: πέφτω / ρούζ'νε, ερούζ'να, ερούξα, ρούξιμον.

ρουκάν', το: ο αυτοσχέδιος αποχιονιστήρας.


Σ


σαεύω, ρ.: σέβομαι.

σαβουρεύω, ρ.: τινάσσω, σκορπίζω < (τουρ) savurmak.

σα βρατέρα, επίρ.: στο δειλινό / σο μέρωμαν, σο κιντίν.

σάγκα, η: μοχλός, κλειδαριά πόρτας.

σάγκι, σύνδ.: σάν να < (τουρ) sanki.

σαλάκ’, το: φόρτωμα πλάτης, συνήθως δεμάτι ξύλα ή κλαδιά.

σαλαχανάς, ο: αργόσχολος, σαλαχανέσα.

σαμάρα, η: το χαστούκι < (τουρ) şamar / η σαπλάκα, τα σαπλάκας, σαπλακίζω, σαπλακίζ'νε.

σαρεύω, ρ.: αρέσω.

σαρής, ο: ο ξανθός / σαρήσα, σαρίν < (τούρ) sarı.

σασεύω, ρ.: σαστίζω < (τουρ) şaşırmak / εσάσεψα, σασιρεμένος, σασσιρεμέντσα.

σάτσι, το: στρογγυλή λαμαρίνα για το ψήσιμο των γιουφκάδων < sac.

σαφλέας,ο: σαλιάρης, σαφλίζω, σαφλίζ'νε.

σαχάνια, τα: πιάτα < sahan.

σαχτάρα, τα: οι στάχτες.

σεβάσκουμαι, ρ.: σέβομαι.

σεβνταλής, ο: ο ερωτευμένος < (τουρ) sevdalı / η σεβτά, τα σεβτάδες.

σειμουγκόν, ο: χειμώνας.

σέρα, η: ποντιακός πολεμικός χορός.

σερομίλ', το: η μυλόπετρα / τα σερομίλα.

σέφτελα, τα: παντζάρια / το σέφτελον, σεύτελον, ο σεύτελον = ο ανόητος, h σέφτελεσα, η σεφτελοσύνη.

σιλεγνίζω, ρ.: κοσκινίζω, λεπτολογώ.

σιλευτέρ’ το: σφουγγαρόπανο / σιλεύω = σφουγγαρίζω, σιλεύ'νε.

σίμισκα, η: ηλιόσπορος, τα σίμισκας.

σινίν, το: μεγάλος χάλκινος δίσκος < sini.

σιργούνιν, το: η εξορία < (τουρ) sürgün.

σισέ, η: το μπουκάλι ,(τουρ) şişe.

σίτα, σύνδ.: όταν, ενώ, καθώς

σιτλία, τα: ρυζόγαλα < sütlü.

σιφτέν, επίρ.: στην αρχή.

σκαλώνω, ρ.: αρχίζω.

σκεπίδ', το: η σφήκα.

σκοτία, η: το σκοτάδι.

σκούμαι, ρ.: σηκώνομαι / σούκ' = σήκω, σκώνω.

σκουτουλίζω, ρ.: ευωδιάζω / εσκουτούλτσα, η σκουτούλα, σκουντουλοδέσμια = άρωμα δυόσμου.

σκυλάζω, ρ.: βρωμάω.

σκώνω, ρ.: σηκώνω / έσκωσα.

σοέβω, ρ.: ληστεύω < (τουρ) soymak.

σουμά, επίρ.: κοντά / σουμώνω.

σουμάδεμαν, το: ο αρραβώνας / σουμαδεύω, ο σουμαδεμένον, η σουμαδεμέντσα, τα σουμάδα, σουμαδεύκουμαι, σουμαδεύκουνταν.

σοφράς, ο: τραπέζι κοντό στρογγυλό < sofra.

σπάζω, ρ.: σφάζω / σπάξιμον.

σπαρέλιν, το: κάλυμμα γυναικείου στήθους / σπαρελόπον.

σπιτίτζας, τα: παιδικό παιχνίδι, οι κουμπάρες.

σπιχτέσα, η: η τσιγκούνα / ο σπιχτόν, σπίγγω, σπίχκουμαι, σπίγγουμαι, σπίγγουνταν.

Σταυριώτες, οι: οι κάτοικοι του χωριού Σταυρίν της Αργυρούπολης πολλοί από τους οποίους εξισλαμίστηκαν αλλά παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί.

στέκω, ρ.: στέκομαι / στα, εστά, εσταθέστεν.

στέφανον, το: ο σύζυγος.

στοιβαχτόν, το: ο μουσακάς.

στουδ΄, το: το κόκαλο / τα στούδα.

στρούλιγμαν, το: το έθιμο για το ξύρισμα του γαμπρού.

στύπας, τα: τα τουρσιά / η στύπα.

στυχαρία, η: η αναγγελία ευχάριστης είδησης / στυχαριάζω, στυχαρίασον, στυχαρέζω, στυχαρέζ'νε.

σύννυχτα, επίρ.: πριν ξημερώσει.

συντάγουμαι, ρ.: κάνω συμφωνία.

συντιβάλλω, ρ.: διαβάλλω.

συρίζω, ρ.: σφυρίζω / σουρίζω, το σύριμαν, η συρίχτα.

σύρσιμον, το: απαγωγή κόρης με σκοπό το γάμο / σύρκουμαι = υποφέρομαι.

σωρεύω, ρ.: μαζεύω / σωρεύκουμαι.


Τ


ταβίζω, ρ.: μαλώνω / ταβίζ'νε, το τάβισμαν.

τάζω, ρ. : υπόσχομαι / τάουμαι.

ταής, ο: ο θείος < (τουρ) dayı.

ταβά, η: τηγάνι < (τουρ) tava.

ταμάμ, επίρ.: σωστά, εντάξει < (τουρ) tamam.

τανωμένον σουρβάν’, το: σούπα με τάνι και κορκότα ή πλιγούρι ή ρύζι / το τάν', τανοσίρβ'.

τάπλα, η: κάλυμμα της κεφαλής των παντρεμένων γυναικών.

ταράουμαι, ρ.: ανακατεύομαι / ταράγουμαι, ταράγουνταν, ταράζω, ταράζ'νε.

ταραπολόζα, τα: γυναικείες ζώνες από την Τρίπολη της Λιβύης.

τάσι, το: κύπελο < (τουρ) tas.

ταφίν, το: ο τάφος / τα ταφία.

τεβόρα, τα: τα λευκά έλατα.

τελικανλής, ο: παλικάρι, θερμόαιμος < (τουρ) delikanlı.

τελόνω, ρ.: τελειώνω.

τεμέκ, επίρ: τάχα, δήθεν, λοιπόν < (τουρ) demek / τεά, τεάμ.

τεντελίζω, ρ.: τουρτουρίζω / τεντελίζ'νε.

τέντζερη, η: τσουκάλι για μαγείρεμα < (τουρ) tencere.

τεπελίκια, τα: κάλυμμα κεφαλής ανύπαντρων κοριτσιών < (τουρ) tepe = κορφή.

τέρεν, ρ.: κύττα / τερώ, τερέστεν.

τερλίκια, τα: κάλτσες από πολύ χοντρή κλωστή < (τουρ) terlik = παντόφλα.

τεστίν, το: στάμνα νερού < (τουρ) testi.

τέτσια, τα: χάλκινα δοχεία για τη φύλαξη των καβουρμάδων.

τεψίν, το: ταψί < (τουρ) tepsi.

τζαντζαρεύω, ρ.: = σκαρφαλώνω / τζαντζαρεύ'νε.

τζεβζέ, η : το μπρίκι < (τουρ) cezve.

τιδέν, αντ.: τίποτε / τιδέν 'κ' εν'.

τίκ, το: χορός παμποντιακός.

τοξάριν, το: το δοξάρι της λύρας.

τοουσεύω, ρ.: μαλώνω < (τουρ) dovüşmek.

τοπλαεύω, ρ.: μαζεύω < (τουρ) toplamak / τοπλαεύκουμαι, ετοπλαεύταν.

τουβάρ', το: ο τοίχος, το ντουβάρι < (τουρ) duvar.

τουλουμτζήδες, οι: οι μουσικοί που έπαιζαν την γκαίντα < (τουρ) tulum.

τουλπίρ’, το: γυναικείο κόσμημα από ασημένιες αλυσίδες για το κεφάλι.

τουλώνω, ρ.: σωπαίνω / τούλωσον, τουλώστεν.

Τουρκάντ', οι: οι Τούρκοι.

τραβωδία, η: το τραγούδι / η τραγωδία, ο τραγωδάνον.

τρανύνω, ρ.: μεγαλώνω / ο τρανον, η τρανέσα, τα τρανά, τρανύν'νε, τρανόν κορίτς = γεροντοκόρη, τρανόν αγούρ'.

τρίμμαν, το: κουρκούτι, φαγητό με αλεύρι από σιτάρι, κρεμμύδια και βούτυρο.

Τρίτη ασβολερή, η : αποφράδα ημέρα στον Πόντο ήταν η Τρίτη.

Τρυγομηνάς, ο: ο Οκτώβριος.

τρυγόνα, η: χορός του Ακ Νταγ Μαντέν.

τρυπίν, το: τρύπα / τα τρυπία, τρυπεμένα = τρυπημένα.

τσαγγίν’, το: παπούτσι, πόδι.

τσαγτσίρα, τα: στενό αντρικό παντελόνι.

τσαζούδες, οι: μάγισσες.

τσαΐζω, ρ.: φωνάζω δυνατά / τσάϊξον = φώναξε, τσαϊχτά = φωναχτά.

τσαΐρια, τα: λιβάδια, βοσκοτόπια < (τουρ) çayır.

τσακανίουμαι, ρ.: σέρνομαι στα πόδια μου, ταλαιπωρούμαι / τσακανίουμες.

τσακώνω, ρ.: σπάζω / τσακωμένον.

τσάλτικα, η: παιχνίδι παιδικό, τσιλίκι.

τσάμιας, τα: οι πλεξούδες / η τσάμια.

τσαμούρ', το: η λάσπη < (τουρ) çamur / τα τσαμούρα, τσαμουρωμένος, τσαμουρωμέντσα, τσαμουρωμένα = λασπωμένα.

τσαούσης, ο: λοχίας < (τουρ) çavuş.

τσαράνα, η: λάμπα πετρελαίου.

τσαραχότ’, το: ή εμπροπίς, παμποντιακός χορός.

τσαρκούλιν, το: πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της νύφης ή καμαρωτέρ'.

τσατεύω, ρ.: συναντώ.

τσατσαλίζω, ρ.: ξεγυμνώνω / ο τσάτσαλον = ολόγυμνος, η τσάτσαλεσα, τσατσαλίζ'νε.

τσαφίζω, ρ.: ξύνω / τσαφίζ'νε.

τσερέζια, τα: ξηροί καρποί < (τουρ) çerez.

τσεχέλ’κον, το: άβγαλτο παιδί < (τουρ) cehil.

τσιγ κεφτές, ο: κεφτές με ωμό κιμά και πλιγούρι < (τουρ) çiğ köfte.

τσίζω, ρ.: λυπάμαι.

τσικάριμ: καρδούλα μου < (τουρ) ciğer = συκώτι.

τσιλίδ', το: αναμμένο κάρβουνο.

τσιλτεύω, ρ.: κατουρώ / τα τσιλτούρα, τσιλτέας, τσίλτεμαν, τσιλτεύ'νε.

τσιμίδ', το: ο νους, το μυαλό.

τσιμπουσ', το: το συμπόσιο.

τσίπα, η: ο αφαλός.

τσιπ καλά, επίρ.: πολύ καλά.

τσίρια, τα: ξεραμένα φρούτα.

τσιριχτά, τα: οι λουκουμάδες.

τσιτσέκια, τα: λουλούδια < (τουρ) çiçek.

τσιτσίν, το: το βυζί / τα τσιτσία.

τσούνα, η: η σκύλα / τσούνας παιδίν.

τσορτάνα, τα: σβώλοι από πασκιτάν ξεραμένοι στον ήλιο / τσορτάν.

τυραννίουμαι, ρ.: τυραννιέμαι / τυραννίουνταν.

τυρομύντζ', το: είδος τυριού σαν μυζήθρα.


Υ


υβρίζω, ρ.: βρίζω / η υβρισία, το ύβρισμαν, ο υβριστέας.

υεία, η: η υγεία /υία, ύαν, ύας, υείας και χαιρετίας.

υλάζω, ρ.: γαυγίζω / το ύλαγμαν, ο υλαγμός, υλάζ'νε, ύλαξα, υλάξτε.

υλίζω, ρ.: στραγγίζω / υλίζ'νε, το υλιστέρ', το υλιστέριν, υλιστερόν = στραγγιστό, υλιστόν = στραγγισμένο γιαούρτι.

υπαντρία, η: ο γάμος / το υπάντρεμαν, υπαντρεύω, η ύπαντρος = παντρεμένη.

υπερηφανεύκομαι, ρ.: περηφανεύομαι, υπερηφανεύκουμαι, υπερηφανεύτα, η υπερηφανία.

υπνάσκουμαι, ρ.: νυστάζω, υπνοβατώ, ο υπνασμένος = υπνοβάτης, η υπνασμέντζα, ο υπνέας = υπναράς, η υπνού = υπναρού, η υπνωή = νύστα, υπνώνω = νυστάζω, ύπνωσα = νύσταξα.

υποψιάσκουμαι, ρ.: υποψιάζομαι, υποψιάστα.

υστερινός, ο: τελευταίος, υστερνά = στο τέλος, υστερναίος = κατοπινός, υστερνοκαίριν = φθινόπωρο, υστερνοπαίδ', υστερνοπούλ'.

υφάδ', το: υφάδι, υφαίνσιμον, υφαίστρα = υφάντρα, ύφαση = ύφανση, υφαστικά = υφαντικά.


Φ


φαγόπον, το: το φαγάκι / φαγοποτίζω, φα = φάε, φάζω = ταίζω, φάζ'νε, το φαΐν, τα φαΐα.

φαμελία, η: η οικογένεια.

φαρμακώνω, ρ.: δηλητηριάζω / το φαρμάκιν, τα φαρμάκα.

φέγγον, ο: το φεγγάρι.

φελία, τα: φέτες ψωμιού βουτηγμένες σε γάλα και αυγό και τηγανισμένες με λάδι / to φελίν.

φέρκουμαι, ρ.: συμπεριφέρομαι.

φεύω, ρ. : φεύγω / φευς, φευ, φεύ'νε.

φιλάρα, τα: ελαφριά πέδιλα για βρέφη.

φιλέρ’, το: φλαμούρι.

φιλώ, ρ.: αγαπώ / φιλίουμαι, φιλάσκουμαι = συμφιλιώνομαι, το φίλασμαν.

φοούμαι, ρ.: φοβάμαι / φογούμαι, φοούμες, φοούστουν, η φοβερέσα, o φοβετσέας = φοβητσιάρης.

φορίζω, ρ.: ντύνω / φορίστεν.

φορκάλ’, το: η σκούπα.

φορφάκα, η: ο βάτραχος / τα φορφάκας.

φοσίζω, ρ.: παραχώνω / φοσίζ'νε, φοσίγουμαι, φοσίγουνταν.

φοτά, η: η ποδιά.

φουλίρα, τα: τα φλουριά / φλωρίν.

φουντάριν, το: το καρβέλι το ψωμί.

φουρκίζω, ρ. : πνίγω / φουρκίζ'νε.

φουρνίν, το: ο φούρνος / τα φουρνία.

φούστορον, το: ομελέτα με αυγά και διάφορα άλλα υλικά / φούστορον, φούστουρα, φουστρολάβασον.

φουτίζω, ρ.: αερίζομαι / ο φουτέας.

φτείρα, η: η ψείρα / τα φτείρας, ο φτειρέας.

φτιλακίζω, ρ.: τρομάζω, σπαρταρώ / φτιλακίζ'νε, φτουλακίζω, το φτουλάκισμαν.

φτουλίζω, ρ.: ξεπουπουλιάζω.

φωτάζω, ρ.: φέγγω, λάμπω.

φωτίζω, ρ.: βαφτίζω / φωτίζ'νε.


Χ


χαβίτσ', το: φαγητό με φουρνισμένο καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο.

χαίρουμαι, ρ.: χαίρομαι / χαρά = ο γάμος, η χαιρετία.

χαλαλοή, η: η φασαρία / η χαλασμονή = ο χαμός.

χαλκίν, το: ή χαλκόν, χάλκινο δοχείο και καζάνι με χερούλι.

χάμαι, ρ.: χάνομαι / χάθ' = χάσου, χάνω, χαντς, χάν', χάσον.

χαμαιλέτε, η: ο μύλος.

χαμάν, εππίρ.: αμέσως < (τουρ) hemen.

χαμελύνω, ρ.: χαμηλώνω / χαμελά, η χαμελέσα.

χαμούφτας, τα: άγριες φράουλες.

χαντιλιάουμαι, ρ.: θαμπώνουμαι.

χαπάρ', το: η είδηση < (τουρ) haber / τα χαπάρα, χαπαράζω.

χαρά, η: ο γάμος / χαρεντερίζω, χάρουμαι, χάρουνταν.

χαρτίν, το: το χαρτί / τα χαρτία.

χαρτσεύω, ρ.: ξοδεύω < (τουρ) harcamak.

χασεύω, ρ.: ζεματίζω / χασεμένος.

χασίλ’, το: φαγητό με κορκότο σιταρίσιο ή καλαμποκίσιο.

χασλούκ', το: το χαρτζιλίκι.

χάταλον, το: βρέφος, παιδί.

χαψία, τα: ψάρια μικρά, γαύρος < (τουρ) hamsi.

χεροκαλκ’, το: χάλκινο σκεύος για διάφορες χρήσεις.

χειλιαύρη, η: η φλογέρα.

χίλα : χίλια / ο χιλοπλούμιγον.

χειμωγκός, ο: ο χειμώνας.

χερ', το : χέρι / χερέα = όσο χωράει στη χούφτα.

χινέα, η: φυτική βαφή ρόδινου χρώματος.

Χιντιρελές, ο: ο Άγιος Γεώργιος όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι.

χολάζω, ρ.: εξοργίζω / χολιούμαι, τα χολία, χολομανίγουμαι, χολέσκουμαι, χολέσκουνταν, χολεσμένος, χολεσμέντσα

χοντρολαλώ, ρ.: μιλώ μεγαλόφωνα.

Χορτοθέρτς, ο: ο Ιούλιος.

χοσλανεύκομαι, ρ.: μου αρέσει < (τουρ) hoşlanmak.

χουλένω, ρ.: ζεσταίνω / χουλέν = ζεστό, χούλεμαν, χουλίουμαι = ζεσταίνομαι, χουλίουνταν.

χουλιάρα, τα: τα κουτάλια / η χουλαρέα = η κουταλιά.

χρέσκουμαι, ρ.: χρειάζομαι / χράσκουμαι.

Χριστουγεννάρτς, ο: ο Δεκέμβριος / Χριστιανάρτς.

χτενίουμαι, ρ.: χτενίζομαι / χτενίουνταν.

χτήνα, τα: οι αγελάδες / το χτήνον, το αλμεγάδιν χτήνον.

χωρέτες, ο: ο χωρικός / η χωρέτ'σα.


Ψ


ψαλαφώ, ρ.: ζητώ / η ψαλαφία, ψαλάφεμαν = πρόταση γάμου, το ψαλαφίον = αίτηση.

ψεματικά, επίρ.: ψεύτικα / ψεματικός.

ψένω, ρ.: ψήνω / ψεμένος, ψεμέντζα, ψημέντζα, ψητέσα, ψεμένον, ψέουμαι, η ψεσ’ = ψήση, ψέσιμον, ψέσκομαι, ψέσον.

ψεύτες, ο: ο ψεύτης / ο ψεύτας, η ψευτία, η ψεύτικεσα, ψευτύνω = διαψεύδω.

ψή, η: η ψυχή / τα ψήα, το ψόπον, ψυχόπον, ψυχοκόριτζον, ψυχοπαίδ', ψυχομάχεμαν.

ψηλέσα, η: η ψηλή, ψηλόλεγνος, ψηλολεγνέσα, ψηλορραχέα, το ψήλος = ύψος.

ψηφίζω, ρ.: υπολογίζω.

ψίνα, τα: τα ψώνια / ψινίζω = ψωνίζω, το ψίνισμα, ψουνίζω, ψώντσον = ψώνισε.

ψοφεμένος, ο: ψόφιος / το ψόφεμαν = ψοφίμι, το ψοφεμάτ', ψοφεμένος = τσιγκούνης, ψοφεμέντζα, ψοφένω, ψοφίζω.

ψύχος, το: ο πυρετός / ψυχούμαι = παθαίνω ελονοσία, ψυχωμένος.

ψωμίν το: το ψωμί / ψωμία, ψωμίτζα = φέτα ψωμιού, ψωμάς, ψωμάβα = γυναίκα φούρναρη, ψωμόπον, ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιών, ψωμοφούρνιν, ψωμοσάνιδον.


Ω


ωβάζω, ρ.: γεννώ αυγά / τα ωβά, ωβόπον, ωβάζ'νε, ώβασον, ώβασμαν, ωβαστάριν = κοτέτσι, ωβατσής = αβγουλάς, ωβότζεπλον.

ωμίν, το: ο ώμος / τα ωμία.

ωράζω, ρ: προσέχω, φυλάω / ωράζ'νε, ωρία = πρόσεχε, ωράγουμαι = φυλάγομαι, το ώρασμαν, ώράσον.

ώσπουτα, σύνδ.: έως ότου.

ωτίν, το: το αυτί / τα ωτία, ωτόπον, ωτόπονος.

Βιβλιογραφία

άλλαξον
  • Άνθιμος Παπαδόπουλος
  • Θωμάς Τσοπουρίδης
  • Ποντιακή Λογοτεχνία